χαυνώνω

χαυνώνω
μετ.
1) расслаблять; делать вялым, ленивым, томным; 2) прям. , перен. делать дряблым, рыхлым, расслабленным

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χαυνώνω" в других словарях:

  • χαυνώνω — χαυνῶ, όω, ΝΜΑ [χαῡνος] νεοελλ. (μτβ.) επιφέρω χαύνωση, προξενώ πνευματική ή σωματική νωθρότητα («η τηλεόραση τόν χαυνώνει») μσν. 1. μτφ. εξασθενίζω κάτι («εἰρήνη χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.) 2. παθ. χαυνοῡμαι, όομαι γίνομαι μαλακός («ἡ γῆ… …   Dictionary of Greek

  • χαυνώνω — χαύνωσα, χαυνώθηκα, χαυνωμένος 1. κάνω κάποιον χαύνο, αποχαυνώνω. 2. πέφτω σε αποχαύνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαυνώ — όω, ΜΑ βλ. χαυνώνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»